πανώνιος

πανώνιος
:ον, Α [πανωνία]
αυτός που έχει όλων τών ειδών τα εμπορεύσιμα προϊόντα.
επίρρ...
πανωνίως Α
με όλα τα εμπορεύσιμα προϊόντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”